καταμαντεύομαι
to divine, surmise
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταμαντεύομαι)
LSJ
(καταμαντεύομαι)
Short Defs
(καταμαντεύομαι)
Middle Liddell
(καταμαντεύομαι)
Morphological Data
καταμαντεύομαι
VERB