καταμέμφομαι
to find great fault with, blame greatly, accuse
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταμέμφομαι)
LSJ
(καταμέμφομαι)
Slater Pindar
(καταμέμφομαι)
Short Defs
(καταμέμφομαι)
Lexicon Thucydideum
(καταμέμφομαι)
Middle Liddell
(καταμέμφομαι)
Morphological Data
καταμέμφομαι
VERB
καταμέμφομαι
PUNC
καταμέμφομαι
ADJ
καταμέμφομαι
ADV