καταλλάσσω
to change, exchange; reconcile
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταλλάσσω)
LSJ
(καταλλάσσω)
Short Defs
(καταλλάσσω)
Lexicon Thucydideum
(καταλλάσσω)
Morphological Data
καταλλάσσω
VERB