καταλαμβάνω
to seize upon, lay hold of
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταλαμβάνω)
LSJ
(καταλαμβάνω)
Short Defs
(καταλαμβάνω)
Lexicon Thucydideum
(καταλαμβάνω)
Morphological Data
καταλαμβάνω
VERB