κατακτείνω
to kill, slay, murder
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατακτείνω)
LSJ
(κατακτείνω)
Short Defs
(κατακτείνω)
Cunliffe (Lex Entries)
(κατακτείνω)
Morphological Data
κατακτείνω
VERB