κατακτάομαι

to get for oneself entirely, gain possession of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατακτάομαι)
LSJ (κατακτάομαι)
Short Defs (κατακτάομαι)
Lexicon Thucydideum (κατακτάομαι)

Morphological Data

κατακτάομαι VERB