καταγωνίζομαι
to struggle against, prevail against, conquer
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταγωνίζομαι)
LSJ
(καταγωνίζομαι)
Short Defs
(καταγωνίζομαι)
Morphological Data
καταγωνίζομαι
VERB
καταγωνίζομαι
ADJ