καταβιβρώσκω
to eat up, devour
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταβιβρώσκω)
LSJ
(καταβιβρώσκω)
Short Defs
(καταβιβρώσκω)
Middle Liddell
(καταβιβρώσκω)
Morphological Data
καταβιβρώσκω
VERB