κατέρχομαι
to go down from; return from exile
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατέρχομαι)
LSJ
(κατέρχομαι)
Short Defs
(κατέρχομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(κατέρχομαι)
Morphological Data
κατέρχομαι
VERB