κατάστεγος
covered in, roofed
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατάστεγος)
LSJ
(κατάστεγος)
Short Defs
(κατάστεγος)
Middle Liddell
(κατάστεγος)
Morphological Data
κατάστεγος
ADJ
κατάστεγος
VERB
κατάστεγος
NOUN