κατάσκοπος

one who keeps a look out, a scout, spy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάσκοπος)
LSJ (κατάσκοπος)
Short Defs (κατάσκοπος)
Lexicon Thucydideum (κατάσκοπος)
Middle Liddell (κατάσκοπος)

Morphological Data

κατάσκοπος NOUN