κατάπτυστος
to be spat upon, abominable, despicable
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατάπτυστος)
LSJ
(κατάπτυστος)
Short Defs
(κατάπτυστος)
Morphological Data
κατάπτυστος
ADJ
κατάπτυστος
ADV