κατάπαυμα

a means of stopping

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάπαυμα)
LSJ (κατάπαυμα)
Short Defs (κατάπαυμα)
Cunliffe (Lex Entries) (κατάπαυμα)

Morphological Data

κατάπαυμα NOUN