κατάξηρος
very dry, parched
Dictionaries
LSJ
(κατάξηρος)
Short Defs
(κατάξηρος)
Morphological Data
κατάξηρος
ADJ
κατάξηρος
INTJ
κατάξηρος
ADV
κατάξηρος
PRONOUN
κατάξηρος
VERB
κατάξηρος
NOUN