καινοτομέω
to open a new vein (in mining); to innovate
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καινοτομέω)
LSJ
(καινοτομέω)
Short Defs
(καινοτομέω)
Middle Liddell
(καινοτομέω)
Morphological Data
καινοτομέω
VERB