κάταγμα
wool drawn
fragment; fracture
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κάταγμα)
LSJ
(κάταγμα1)
LSJ
(κάταγμα2)
Short Defs
(κάταγμα)
Short Defs
(κάταγμα2)
Morphological Data
κάταγμα
NOUN