κάλλυντρον
an implement for cleaning, broom
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κάλλυντρον)
LSJ
(κάλλυντρον)
Short Defs
(κάλλυντρον)
Middle Liddell
(κάλλυντρον)
Morphological Data
κάλλυντρον
NOUN