θριγκός
the topmost course of stones in a wall
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(θριγκός)
LSJ
(θριγκός)
Short Defs
(θριγκός)
Cunliffe (Lex Entries)
(θριγκός)
Middle Liddell
(θριγκός)
Morphological Data
θριγκός
NOUN