εὔσκοπος
sharp-seeing, keen-sighted, watchful
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(εὔσκοπος)
LSJ
(εὔσκοπος)
Short Defs
(εὔσκοπος)
Cunliffe (Lex Entries)
(εὔσκοπος)
Morphological Data
εὔσκοπος
ADJ
εὔσκοπος
ADV