εὐτραπελεύομαι
to be witty, ready
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(εὐτραπελεύομαι)
LSJ
(εὐτραπελεύομαι)
Short Defs
(εὐτραπελεύομαι)
Morphological Data
εὐτραπελεύομαι
VERB