εἰσικνέομαι
to go into, penetrate
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(εἰσικνέομαι)
LSJ
(εἰσικνέομαι)
Short Defs
(εἰσικνέομαι)
Middle Liddell
(εἰσικνέομαι)
Morphological Data
εἰσικνέομαι
VERB