δωροδόκημα
acceptance of a bribe, corruption
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δωροδόκημα)
LSJ
(δωροδόκημα)
Short Defs
(δωροδόκημα)
Middle Liddell
(δωροδόκημα)
Morphological Data
δωροδόκημα
NOUN