δυσχείμερος
suffering from hard winters, very wintry, freezing
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δυσχείμερος)
LSJ
(δυσχείμερος)
Short Defs
(δυσχείμερος)
Cunliffe (Lex Entries)
(δυσχείμερος)
Morphological Data
δυσχείμερος
ADJ