δυσμηχανέω

to be at loss how

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δυσμηχανέω)
LSJ (δυσμηχανέω)
Short Defs (δυσμηχανέω)
Middle Liddell (δυσμηχανέω)

Morphological Data

δυσμηχανέω VERB