δοριάλωτος
captive of the spear, taken in war
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δοριάλωτος)
LSJ
(δοριάλωτος)
Short Defs
(δοριάλωτος)
Middle Liddell
(δοριάλωτος)
Morphological Data
δοριάλωτος
ADJ