δολιχοδρομέω
to run the long course
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δολιχοδρομέω)
LSJ
(δολιχοδρομέω)
Short Defs
(δολιχοδρομέω)
Middle Liddell
(δολιχοδρομέω)
Morphological Data
δολιχοδρομέω
VERB