δοκιμαστής
an assayer, scrutineer
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δοκιμαστής)
LSJ
(δοκιμαστής)
Short Defs
(δοκιμαστής)
Middle Liddell
(δοκιμαστής)
Morphological Data
δοκιμαστής
NOUN