διοικοδομέω

to build across, wall off

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διοικοδομέω)
LSJ (διοικοδομέω)
Short Defs (διοικοδομέω)
Lexicon Thucydideum (διοικοδομέω)
Middle Liddell (διοικοδομέω)

Morphological Data

διοικοδομέω VERB