δικασπόλος
one who administers law, a judge
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(δικασπόλος)
LSJ
(δικασπόλος)
Short Defs
(δικασπόλος)
Cunliffe (Lex Entries)
(δικασπόλος)
Morphological Data
δικασπόλος
NOUN