δικαιολογέομαι

to plead one's cause before the judge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δικαιολογέομαι)
LSJ (δικαιολογέομαι)
Short Defs (δικαιολογέομαι)
Middle Liddell (δικαιολογέομαι)

Morphological Data

δικαιολογέομαι VERB