δικάζω

to judge, to give judgment on

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δικάζω)
LSJ (δικάζω)
Short Defs (δικάζω)
Cunliffe (Lex Entries) (δικάζω)
Lexicon Thucydideum (δικάζω)
Middle Liddell (δικάζω)

Morphological Data

δικάζω VERB
δικάζω NOUN