διευλαβέομαι
to take good heed to, beware of, be on one's guard against
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διευλαβέομαι)
LSJ
(διευλαβέομαι)
Short Defs
(διευλαβέομαι)
Morphological Data
διευλαβέομαι
VERB