διεξερέομαι

to learn by close questioning

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διεξερέομαι)
LSJ (διεξερέομαι)
Short Defs (διεξερέομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (διεξερέομαι)
Middle Liddell (διεξερέομαι)

Morphological Data

διεξερέομαι VERB