διδασκάλιον

a thing taught, a science, art, lesson

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διδασκάλιον)
LSJ (διδασκάλιον)
Short Defs (διδασκάλιον)
Middle Liddell (διδασκάλιον)

Morphological Data

διδασκάλιον NOUN