διαχειρίζω
to have in hand, conduct, manage, administer
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαχειρίζω)
LSJ
(διαχειρίζω)
Short Defs
(διαχειρίζω)
Middle Liddell
(διαχειρίζω)
Morphological Data
διαχειρίζω
VERB