διαφιλοτιμέομαι

to strive emulously

Dictionaries

LSJ (διαφιλοτιμέομαι)
Short Defs (διαφιλοτιμέομαι)
Middle Liddell (διαφιλοτιμέομαι)

Morphological Data

διαφιλοτιμέομαι VERB