διαφθείρω
to destroy, ruin; to corrupt
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαφθείρω)
LSJ
(διαφθείρω)
Anabasis Mather
(διαφθείρω)
Short Defs
(διαφθείρω)
Cunliffe (Lex Entries)
(διαφθείρω)
Lexicon Thucydideum
(διαφθείρω)
Middle Liddell
(διαφθείρω)
Morphological Data
διαφθείρω
VERB
διαφθείρω
ADJ
διαφθείρω
ADV
διαφθείρω
NOUN
διαφθείρω
INTJ