διατρίβω
to rub between, rub hard, rub away, consume, waste
Dictionaries
LSJ
(διατρίβω)
Short Defs
(διατρίβω)
Cunliffe (Lex Entries)
(διατρίβω)
Lexicon Thucydideum
(διατρίβω)
Morphological Data
διατρίβω
VERB