διατμήγω
to cut in twain
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διατμήγω)
LSJ
(διατμήγω)
Short Defs
(διατμήγω)
Cunliffe (Lex Entries)
(διατμήγω)
Middle Liddell
(διατμήγω)
Morphological Data
διατμήγω
VERB
διατμήγω
NOUN
διατμήγω
ADV
διατμήγω
x-