διαπράσσω
to pass over; bring about, accomplish
Dictionaries
LSJ
(διαπράσσω)
Short Defs
(διαπράσσω)
Cunliffe (Lex Entries)
(διαπράσσω)
Lexicon Thucydideum
(διαπράσσω)
Morphological Data
διαπράσσω
VERB