διαπαιδεύομαι
to go through a course of education
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαπαιδεύομαι)
LSJ
(διαπαιδεύομαι)
Short Defs
(διαπαιδεύομαι)
Morphological Data
διαπαιδεύομαι
VERB