διαμετρέω
to measure through, out
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαμετρέω)
LSJ
(διαμετρέω)
Short Defs
(διαμετρέω)
Cunliffe (Lex Entries)
(διαμετρέω)
Morphological Data
διαμετρέω
VERB