διαμειρακιεύομαι

to strive hotly with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαμειρακιεύομαι)
LSJ (διαμειρακιεύομαι)
Short Defs (διαμειρακιεύομαι)

Morphological Data

διαμειρακιεύομαι VERB