διαμαρτύρομαι
to protest solemnly
Dictionaries
LSJ
(διαμαρτύρομαι)
Short Defs
(διαμαρτύρομαι)
Middle Liddell
(διαμαρτύρομαι)
Morphological Data
διαμαρτύρομαι
VERB
διαμαρτύρομαι
NOUN
διαμαρτύρομαι
ADJ