διαλεπτολογέομαι
to discourse subtly, chop logic
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαλεπτολογέομαι)
LSJ
(διαλεπτολογέομαι)
Short Defs
(διαλεπτολογέομαι)
Morphological Data
διαλεπτολογέομαι
VERB