διαλείπω
to leave an interval between
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαλείπω)
LSJ
(διαλείπω)
Short Defs
(διαλείπω)
Lexicon Thucydideum
(διαλείπω)
Morphological Data
διαλείπω
VERB
διαλείπω
ADJ