διαλαμβάνω

to take severally, to divide, to intercept

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαλαμβάνω)
LSJ (διαλαμβάνω)
Short Defs (διαλαμβάνω)

Morphological Data

διαλαμβάνω VERB
διαλαμβάνω ADJ