διακινδυνεύω
to run all risks, make a desperate attempt, hazard all
Dictionaries
LSJ
(διακινδυνεύω)
Short Defs
(διακινδυνεύω)
Lexicon Thucydideum
(διακινδυνεύω)
Morphological Data
διακινδυνεύω
VERB