διακελεύομαι

to exhort, give orders, direct

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διακελεύομαι)
LSJ (διακελεύομαι)
Short Defs (διακελεύομαι)
Lexicon Thucydideum (διακελεύομαι)

Morphological Data

διακελεύομαι VERB