διαθεσμοθετέω
prescribe severally, ordain
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(διαθεσμοθετέω)
LSJ
(διαθεσμοθετέω)
Short Defs
(διαθεσμοθετέω)
Morphological Data
διαθεσμοθετέω
VERB